νεοελληνικός

νεοελληνικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεώτερους Έλληνες ή στη νεώτερη Ελλάδα, σε αντιδιαστολή με τους αρχαίους Έλληνες ή την αρχαία Ελλάδα
2. το θηλ. ως ουσ. η Νεοελληνική
η γλώσσα τών νεωτέρων Ελλήνων
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Νεοελληνικά
το μάθημα τής νεώτερης ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στις διάφορες βαθμίδες τής εκπαίδευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεοέλλην. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Πλ. Πετρίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεοελληνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεότερους Έλληνες ή τη νεότερη Ελλάδα: Νεοελληνική ιστορία. – Nεοελληνική γλώσσα. 2.το θηλ. ως ουσ., νεοελληνική η γλώσσα των νεότερων Ελλήνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray …   Wikipédia en Français

  • Michael Vasileiou — (Greek: Μιχαήλ Βασιλείου) was a 19th century Greek merchant and benefactor. He was born in Ottoman occupied Gjirokastër, in modern Albania. He was the brother of Alexandros Vasileiou, merchant, scholar and student of Adamantios Korais, a major… …   Wikipedia

  • Konstantinos Th. Dimaras — Konstantinos Thiseos Dimaras Κωνσταντίνος Θησέως Δημαράς, auch in der Transkription: Konstantinos Theseos Demaras (* 21. Mai 1904 in Athen; † 18. Februar 1992 in Paris) war ein griechischer Literaturwissenschaftler und Neogräzist und Professor… …   Deutsch Wikipedia

  • αδικία — η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά 1. το να πράττει κανείς το άδικο «αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία» «Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο» 2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία «τόν …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • εσύ — (ΑΜ σύ Α και επικ. τύπος τύνη, λακων. τούνη, δωρ. τύ, βοιωτ. τού) προσ. αντων. β προσ. νεοελλ. 1. η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για έμφαση ή αντιδιαστολή («εσύ τό λες αυτό, κανείς άλλος») 2. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα… …   Dictionary of Greek

  • κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”